Ο Δημήτρης Αρβανίτης γεννήθηκε το 1958 στον Πειραιά και μεγάλωσε στην Αθήνα. Κατατάσσεται δικαιωματικά στη γενιά των σαραντάρηδων και, ως επιμελητής και μεταφραστής, είναι άμεσα συνδεδεμένος με την πρώτη ανανεωτική εποχή της επιστημονικής φαντασίας στην Ελλάδα. Σήμερα, σαν εκδότης πια, εξακολουθεί να προωθεί τους συγγραφείς και τα πράγματα που πιστεύει.
Μικρός είχε μια τάση προς τις θετικές επιστήμες και ό,τι είχε σχέση με το διάστημα. Διάβαζε κόμιξ, μιας κι ήταν το μόνο που υπήρχε τότε... Αργότερα τα Αινίγματα του Σύμπαντος, το Αναλόγιο που έβγαλε 10 τεύχη, την Ανδρομέδα που έβγαλε ένα, το Nova που έβγαλε 4, κι όλα τα βιβλία εφ που άρχισαν να κυκλοφορούν ύστερα. Χαρακτηρίζει τις ανθολογίες του Εξάντα «τεράστιο έργο» που είχε πάρει ό,τι καλύτερο υπήρχε καλύπτοντας κατά 50% εκείνη την εποχή. Πιστεύει, όμως, ότι μεταφραστικά δύσκολα στέκονται σήμερα εκείνα τα βιβλία.
Μπαίνοντας στο Πανεπιστήμιο (Φυσικό), είχε ήδη συνειδητοποιήσει ότι ο ρυθμός με τον οποίον εκδίδονταν βιβλία που τον ενδιέφεραν ήταν μικρότερος από την ταχύτητα με την οποία διάβαζε, κι έτσι άρχισε να διαβάζει στα Αγγλικά, στην αρχή με το λεξικό. Αναπόφευκτα, απέκτησε τη φιλοδοξία να κάνει μεταφράσεις. Τον ίδιον καιρό, με τη βοήθεια κάποιας γνωριμίας, μπλέκει με το χώρο των εκδόσεων και συνεργάζεται με τον Λεωνίδα Χρηστάκη στο Ιδεοδρόμιο. Ξεκινά μοιράζοντας βιβλία και περιοδικά στα βιβλιοπωλεία και μαθαίνει τα πάντα για το έντυπο, μοντάζ, φιλμ, μακέτες, μέχρι την εκτύπωση.
Γιώργος Γούλας: Τι θυμάσαι από εκείνη την εποχή, ως φαν;
Δημήτρης Αρβανίτης: Είχε γίνει ένα μπουμ τη δεκαετία του 70, Ήταν πολύ καλά τα βιβλία του Εξάντα, οι ανθολογίες, αλλά και πέντε-έξι μυθιστορήματα που έβγαλε ήταν επίσης σημαντικά. Αλλά ύστερα από κάποια στιγμή άρχισε να πέφτει το πράγμα. Πιστεύω ότι φταίει ο Κάκτος για αυτό, που έβγαλε δεκάδες βιβλία, συγγραφείς καλούς και κακούς, χωρίς κανένα κριτήριο, ό,τι του πήγαιναν. Τελικά, έβγαλε κάποια αξιόλογα βιβλία, αλλά έβγαλε και σκουπίδια ή άσχετα -και τα περισσότερα από τα καλά βιβλία που έβγαλε ήταν κακές μεταφράσεις. Επίσης συνέβαλε να μπλέξει η εφ με το μεταφυσικό. Έλεγες επιστημονική φαντασία και ο άλλος καταλάβαινε Ντένικεν. Θυμάμαι τότε, πιτσιρικάς, πήγαινα στους εκδοτικούς οίκους για να πάρω ό,τι καινούριο έβγαινε. Πάω κάποια φορά κι από τον Κάκτο και ρωτώ αν βγήκε τίποτα καινούριο. Μου λένε, ναι, βγήκε ας πούμε ο Clarke, ο Asimov ή ο Bester, και βγάλαμε κι αυτόν τον Λόμπσανγκ Ράμπα, το καινούριο. Έβγαλε τότε ο Κάκτος κάπου δώδεκα βιβλία του Ράμπα, όλα μαζί, χύμα. Ήταν πάρα πολλά. Το κοινό φτιαχνόταν εκείνη την εποχή. Υπήρχαν άνθρωποι που έπιαναν να διαβάσουν εφ για πρώτη φορά: δεν έχεις κάποιο κριτήριο ή άλλη γνώση... Και αν δεν πας επιλεκτικά και τύχει να πέσεις ας πούμε στον Κάκτο, σ΄ ένα βιβλίο άσχετο ή κακομεταφρασμένο, λες «τι είναι αυτό; αυτά είναι η εφ»; Και μάλλον έπηξε η αγορά τότε. Πράγμα που ξανάγινε καμιά δεκαριά χρόνια αργότερα, μετά τη σειρά της Ars Longa (Παρά Πέντε), όταν πάλι εμφανίστηκαν μαζεμένα πολλά βιβλία αμφίβολης ποιότητας.
Ποια είναι η άποψή σου για το πώς πρέπει να παρουσιάζεται η εφ στο κοινό -στο ελληνικό κοινό;
Στις περιόδους που οι εκδότες βλέπουν ότι αυτό το πράγμα πουλάει, αρχίζουν πολλοί απ' αυτούς και βγάζουν ένα σωρό άσχετα μεταξύ τους βιβλία, ουσιαστικά χωρίς κριτήριο. Δεν νομίζω πως είναι καλή τακτική να εκδίδεις ό,τι βρεις μπροστά σου. Από την άλλη, υπάρχει η άποψη ότι πρέπει να γνωρίσουμε την ε.φ. από την αρχή, από το 1900, να διαβάσουμε όλον τον Wells, και πάει λέγοντας, και σιγά-σιγά να φτάσουμε στη σύγχρονη εποχή. Δεν το κατηγορώ, είναι μια άποψη με την οποία δεν συμφωνώ βέβαια, αλλά - δημοκρατία έχουμε. Πάντως, με μια προσεκτική, επιλεκτική παρουσίαση, καλύπτεις και τις διάφορες περιόδους και τα διάφορα στυλ, γιατί δεν απευθύνεσαι σε ένα άτομο, ούτε η ε.φ. είναι ένα συγκεκριμένο, πολύ περιορισμένο είδος, καλύπτει ένα πολύ μεγάλο εύρος γούστου, και μπορείς να διαμορφώσεις το αναγνωστικό κοινό έτσι ώστε και μέσα στην ε.φ. να δημιουργηθούν και προτιμήσεις. Να, πάρε τον Dick, για παράδειγμα, βγήκαν κάποια στιγμή, πότε ήταν, το 91, 92, ας πούμε, πεντέξι βιβλία μέσα σε δυο μήνες. Και μάλιστα ταυτόχρονα βιβλία σαν το Divine Invasion, ας πούμε, μαζί με το Martian Time Slip. Τελείως διαφορετικά μεταξύ τους. Λοιπόν, πήζει ο άλλος. Κι άσε που λέει: αυτός είναι ο Dick Ο οποίος, βέβαια, είναι φοβερός - και στο χειρότερο βιβλίο του μπορείς να βρεις σπουδαία στοιχεία - αλλά πρέπει να τον ξέρεις. Για να σ' αρέσει ένα όχι και τόσο καλό βιβλίο του Dick πρέπει να έχεις διαβάσει τα καλά, να σ' αρέσει, και να βρεις τα στοιχεία εκείνα. Δεν πρέπει να του δώσεις πρώτα το «δεύτερο» πράγμα, ας πούμε...
Με τη μετάφραση πότε άρχισες να ασχολείσαι;
Είχα κάνει κάποια διηγήματα (που τα περισσότερα δεν έχουν βγει μάλιστα, επειδή οι μεταφράσεις δεν με ικανοποιούν), γιατί τότε είχαμε ξεκινήσει και με τον μακαρίτη τον Βαγγέλη Κοτρώνη τη Χιονάτη για Μεγάλους. Γράφαμε άρθρα, εγώ έκανα το μοντάζ στις σελίδες κλπ., και μετά ήρθε το Cine Fantastico, περιοδικό κινηματογράφου, όπου είχα μεταφράσει κι ένα Λαβκραφτικό διήγημα. Στη Χιονάτη είχα κάνει ένα μικρό αφιέρωμα για την ε.φ. Και μετά, γύρω στο '80, διάβασα το Bug Jack Barron, που μου άρεσε πάρα πολύ. Ήταν ήδη 12 χρονών βιβλίο, αλλά τότε στην Ελλάδα η τηλεόραση, τα media, δεν είχαν μπει τόσο πολύ στη ζωή μας, δηλαδή δεν ήταν ακόμη ξεπερασμένο. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν: Ένα φοβερό βιβλίο. Η δεύτερη: Τι κρίμα που είναι τόσο δύσκολο και θα το πιάσει κάποιος που θα το τσακίσει στη μετάφραση, θα του αλλάξει τα φώτα και δεν θα διαβάζεται. Η τρίτη ήταν: Γιατί να μη δοκιμάσω να το κάνω εγώ; Κι έκατσα και το έκανα μόνος μου, κι όταν ήμουν στα 3/4 άρχισα να ψάχνω εκδότη. Πήγα από τον Εξάντα πρώτα, αλλά μάλλον έπεσα στην εποχή που έφευγε ο Καλλιπολίτης και δεν ενδιαφέρθηκαν. Πήγα στα Γράμματα, πήγα στη Νεφέλη... Και τότε γνώρισα τον Γιώργο Μπαζίνα, που θα χώριζε τότε με τη Βαβέλ και σκεφτόταν να κάνει μια σειρά επιστημονικής φαντασίας. Του το έδωσα να το δει, του άρεσε, και ξεκινήσαμε τη σειρά. Μιλήσαμε μάλιστα και για περιοδικό, από τότε, κι έκανα διάφορα διηγήματα για το περιοδικό που κάποτε θα βγάζαμε, τα οποία μπήκαν στην Επόμενη Μέρα. Αργότερα, βέβαια, βγήκε και ο Απαγορευμένος Πλανήτης.
Στα περιοδικά αυτά κι ύστερα στη σειρά της Ars Longa είχες το βασικό λόγο;
Ναι, δηλαδή πρότεινα τα βιβλία, το συζητούσαμε με τον Μπαζίνα, πρότεινε κι εκείνος κάποια που διάβαζα, αλλά τον Πλανήτη και τα βιβλία τα κοίταζα συνολικά. Δηλαδή έκανα μια επιμέλεια πριν, τα έβλεπε ο διορθωτής και κοιτούσα και τις διορθώσεις μετά... Κι έκανα και το μοντάζ.
Πρέπει να έκανες πολλή δουλειά στην επιμέλεια, γιατί είχα προσέξει ότι οι μεταφραστές έβγαζαν καλύτερο αποτέλεσμα στα βιβλία και στα περιοδικά της Ars Longa παρά αλλού.
Αυτό δεν μπορώ να το πω εγώ. Και δεν ξέρω επίσης αν αυτή η επιμέλεια που κάνω -αυτό πρέπει να το πει κάποιος άλλος- ισοπεδώνει τις μεταφράσεις. Υπάρχει κι αυτός ο κίνδυνος. Όταν έχεις ένα δικό σου στυλ, μια δική σου άποψη, μπορεί να μοιάζουν όλα ίδια, δεν ξέρω... Ήταν πάντως μια δουλειά που την έμαθα σιγά-σιγά, γιατί είναι πολύ δύσκολο να βρεις τη χρυσή τομή ανάμεσα στο πώς θα το έλεγες εσύ και στο πόσο σωστό είναι αυτό που λέει ο άλλος... Δηλαδή μπορεί να μη σ' αρέσει, να μη συμφωνείς απόλυτα, να λες εγώ θα το μετέφραζα αυτό αλλιώς -αλλά μπορεί να στέκεται. Τώρα, μέχρι να βρεις αυτή την ισορροπία, θέλει κάποια πείρα, δεν μπορείς να τα αλλάζεις όλα. Το άλλο άκρο είναι να φοβάσαι να αλλάξεις κάτι ενώ είναι λάθος...
Σου έστελναν διηγήματα για δημοσίευση;
Αρκετά, και όλων των ειδών, ό,τι μπορεί να φανταστείς. Μέχρι κάτι χαρτάκια χειρόγραφα, που δεν έβγαζες τα γράμματα.
Εσύ ο ίδιος ασχολήθηκες ποτέ να γράψεις fiction;
Δεν έχω ασχοληθεί, είτε γιατί ξέρω ότι δεν πρόκειται να γράψω τίποτα σημαντικό, προς το παρόν τουλάχιστον, είτε γιατί θέλει πάρα πολύ χρόνο, τον οποίο δεν έχω.
Όλοι ξέρουμε ότι δεν δημοσιεύτηκε κανένα από τα διηγήματα που σου έφερναν. Ποια ήταν τα κριτήριά σου; Λογοτεχνικά μονάχα; Προχώρησες παραπέρα, να σου έρθει κάτι ανεκτό από αυτήν την άποψη και να απορριφθεί για άλλους λόγους, δηλαδή να σε προβληματίσει αν εντάσσεται στην εφ;
Δεν χρειάστηκε. Βέβαια, δεν ισχυρίζομαι ότι είναι αντικειμενικά τα κριτήριά μου, ότι όλα αυτά που έφερναν ήταν σκουπίδια. Απλώς δεν μου άρεσαν. Άλλωστε και γι' αυτά των ξένων συγγραφέων που έβαζα, δεν είχα άλλο κριτήριο: διάβαζα ένα διήγημα, κάτι μου μίλαγε, με συγκινούσε και έλεγα: ωπ, ωραίο αυτό. Μετά εκλογικεύεις και λες α, ήταν αυτό, ήταν εκείνο.
Θυμάμαι, εκείνον τον καιρό του Πλανήτη, σε είχα συναντήσει και είχες πει ότι πρέπει να φτιαχτεί ένα φανζίν, να γίνει ένας σύλλογος...
Ναι, ήταν η άποψή μου. Πρώτα απ' όλα, ένα «πρόβλημα» είναι ότι δεν υπάρχουν Έλληνες συγγραφείς εφ. Ή τουλάχιστον δεν υπήρχαν τότε. Κι άλλωστε, πάντα προβληματιζόμουν, για το πόσο αναγκαίο είναι να υπάρχει στην Ελλάδα περιοδικό εφ με ξένους συγγραφείς και λοιπά. Τι σκοπό εξυπηρετεί; Θέλεις να βγάλεις 10, 20, 50 διηγήματα; Μπορείς να φτιάξεις μια ανθολογία. Γιατί περιοδικό κι όχι ανθολογία; Επειδή θα έχει μια συνέντευξη και πέντε νέα, τα οποία ποιος τα διαβάζει και ποιον ενδιαφέρουν, εδώ που τα λέμε; Δεν έχει και τόση σημασία ποιος πήρε το Hugo ή το Nebula. Καλά είναι να τα βλέπει κανείς, αλλά δεν αξίζει να βγάλεις το περιοδικό για να ενημερώσεις τους αναγνώστες ότι φέτος το Νέμπιουλα το κέρδισε ο Zelazny ή δεν ξέρω ποιος... Εντάξει, και τι έγινε; Στο εξωτερικό έχει νόημα, γιατί για να δημοσιεύσει κάποιος σε έναν εκδοτικό οίκο μυθιστόρημα πρέπει να είναι λιγάκι γνωστός. Υπάρχουν χιλιάδες που γράφουν και πρέπει να δημοσιευτούν. Έτσι ο μόνος τρόπος να δημοσιεύονται νέοι συγγραφείς είναι ξεκινώντας από τα περιοδικά. Δηλαδή, τελικά, ο μόνος σοβαρός λόγος ύπαρξης περιοδικού θα ήταν να προωθεί νέους συγγραφείς. Εκτός από τα θεωρητικά άρθρα και τα δοκίμια, φυσικά, για τα οποία όμως θα πρέπει να έχει πρώτα διαμορφωθεί το τοπικό κοινό εφ.
Πάντως, στα λίγα χρόνια που ήμουν στον Πλανήτη, δεν πήρα κάποιο αξιόλογο διήγημα που να αξίζει τον κόπο να δημοσιευτεί, εννοώ από λογοτεχνική άποψη. Ενώ τα φανζίν είναι ένα μέρος όπου μπορεί να μπει κάποιο διήγημα, το οποίο δεν είναι ίσως τόσο καλό, αλλά έχει κάποια αξιόλογα στοιχεία, ενώ είναι και ένα κίνητρο για να γράφουμε και να ξαναγράφουμε τα διηγήματά μας και να τα κάνουμε καλύτερα. Στην Αμερική υπάρχει πάντα ο editor που το στέλνει πίσω και λέει στο συγγραφέα: διόρθωσε εκείνο, ξαναγράψε το άλλο. Δεν γίνεται εδώ αυτό το πράγμα, υπάρχει η άποψη ότι αυτό είναι κι αν θέλεις το βάζεις, αν δεν θέλεις το παίρνω πίσω, θα το δώσω αλλού. Θα βρω τον γνωστό του γνωστού, τον ξάδερφο ή δεν ξέρω ποιον, θα δημοσιευτεί. Μιλάω γενικότερα πάλι, όχι μόνο για εφ. Κανένας δεν δέχεται συμβουλές.
Εσύ δοκίμασες να δώσεις συμβουλές σε κάποιον;
Ναι. Μάλλον με παρεξήγησε (γελάει). Εξαφανίστηκε. Δεν θέλω να πω όνομα, αλλά, ναι, είπα κάτι σαν, ξέρεις, η επιστήμη που βάζουμε μέσα να είναι πιο προσεγμένη. Δηλαδή, αν η ατμόσφαιρα του πλανήτη είναι τόσο αραιή τι θερμοκρασία θα έχει, τέλος πάντων, το έχεις κοιτάξει αυτό ή όχι; Ή ο ήλιος που είναι του τύπου τάδε... ξέρεις, τέτοια πράγματα.
Πάντως εδώ είναι μια μεγάλη κουβέντα. Το γιατί δεν έχουμε, ας πούμε, συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας. Βέβαια, τον τελευταίο καιρό δεν έχω ασχοληθεί πολύ με την ελληνική εφ και με την ελληνική λογοτεχνία περισσότερο, αλλά από όσα ήξερα μέχρι λίγα χρόνια πριν, είχαμε ελάχιστους αξιόλογους συγγραφείς, από λογοτεχνική άποψη πάλι. Πόσο μάλλον συγγραφείς εφ, που είναι «συμβατική» λογοτεχνία συν κάτι παραπάνω. Τώρα ποια είναι τα αίτια, πού οφείλεται αυτό... είναι πολλά, δεν ξέρω. Στο σχολείο δεν μας μαθαίνει ποτέ κανείς να γράφουμε. Ουσιαστικά δεν γράφουμε ποτέ, δηλαδή μια έκθεση του κώλου που γράφουμε μια φορά τη βδομάδα ή μια φορά στις δυο βδομάδες δεν σου μαθαίνει τους κανόνες γραφής. Στο εξωτερικό έχουν κάποια κολέγια, όπου υποτίθεται γράφεις τουλάχιστον ένα δοκίμιο, γράφεις ένα διήγημα, μαθαίνεις τους κανόνες συγγραφής ενός διηγήματος, ενός δοκιμίου, μιας κριτικής, ενός άρθρου, μιας παρουσίασης. Σε μαθαίνουν -καλοί, κακοί- τέλος πάντων υπάρχουν κάποιοι κανόνες, τους οποίους δεν μπορείς να αγνοήσεις. Μπορείς να τους παραβείς, αλλά να τους ξέρεις. Εδώ υπάρχει το «εγώ έχω στυλ», ας πούμε, «καθ ό,τι γράφω, επειδή μου ήρθε και το 'γραψα και ήταν έμπνευση της στιγμής, δεν το ξανακοιτάω, δεν διορθώνω τίποτα». Δεν νομίζω ότι είναι έτσι. Πρέπει να γράψεις κάτι, να το σκίσεις, να το πετάξεις, να το ξαναγράψεις εξακόσιες φορές, να το στείλεις για δημοσίευση, να στο γυρίσουν πίσω, να το διορθώσεις, να το βάλεις στο συρτάρι, σε κάνα χρόνο να το ξανακοιτάξεις... Γιατί βλέπω συγγραφείς που θεωρούνται λογοτέχνες και αγνοούν τους βασικούς κανόνες της συγγραφής: πώς σχηματίζονται οι παράγραφοι, πώς κάνουμε διαλόγους, όλα αυτά... Όχι ότι εγώ σπούδασα ή μου τα έμαθε κανένας, κι ούτε υποστηρίζω ότι τα ξέρω, έτσι ενστικτωδώς, ή αν θέλεις και από τις επιμέλειες που έχω κάνει. Όπως επίσης μεταφράζοντας μαθαίνεις να γράφεις λίγο, γιατί έχεις κάποιες ξενόγλωσσες προτάσεις που προσπαθείς να τις κάνεις ελληνικά.
Πάντως, γενικά στην Ελλάδα υπάρχει πρόβλημα με τη λογοτεχνική μορφή αυτού που γράφουν. Δηλαδή, να βγει ένα πράγμα το οποίο να υπακούει σε κάποιους κανόνες λογοτεχνικούς, ή να τους παραβαίνει, αλλά εν γνώσει του συγγραφέα. Γιατί πρέπει να ξέρεις πώς να γράφεις, όπως πρέπει να ξέρεις να σχεδιάζεις για να είσαι Πικάσο, πρέπει να ξέρεις να κάνεις σχέδιο για να κάνεις και αφηρημένη ζωγραφική. Δεν μπορείς να πεις «α, εγώ το κάνω έτσι και είναι στυλ» και ξεμπέρδεψες. Τώρα, υπάρχει ένα πρόβλημα με τις μεταφράσεις. Πάλι, δεν ξέρω αν είναι η γενικότερη κακή χρήση της ελληνικής γλώσσας που γίνεται, γιατί κι εσύ κι εγώ όταν γράφεις μια πρόταση ή διαβάζεις μια πρόταση δεν σκέφτεσαι τους κανόνες της γραμματικής, ότι πρέπει να το λέμε έτσι γιατί είναι ο κανόνας αυτός. Έχεις διαβάσει πεντακόσια βιβλία και έχεις μια άποψη, ότι, α, έτσι το λένε, κι όχι αλλιώς. Γιατί έχεις μια πείρα απ' όλα αυτά που έχεις διαβάσει. Λοιπόν, όταν διαβάζεις κακές μεταφράσεις φτάνεις στο σημείο να γράφεις σαν κακή μετάφραση. Για παράδειγμα, εκφράσεις του στυλ "θα σε πάρω πίσω" (I'll call you back) είναι αγγλισμοί, δεν είναι ελληνικές, είναι κακές μεταφράσεις. Και βλέπεις να γράφουν πρωτότυπο διήγημα με αγγλικές εκφράσεις κακομεταφρασμένες. Κι αυτό γιατί αυτή είναι η παιδεία και η κουλτούρα, της κακής μετάφρασης. Κι όταν τσαντίζομαι πιο πολύ με τις κακές μεταφράσεις δεν είναι γιατί «θα ήθελα να το κάνω εγώ», όπως έλεγαν διάφοροι, αλλά γιατί είναι κρίμα, ας πούμε ο Dick να βγαίνει έτσι, αφού αυτός που διαβάζει μια κακή μετάφραση δεν καταλαβαίνει τι είναι ο Dick. Ή ο Gibson. Διαβάζεις τον Νευρομάντη και μ' αυτήν την μετάφραση τι είναι πλέον ο Gibson ή τι είναι ο Νευρομάντης... Για αυτό στενοχωριέμαι. Βέβαια, έχω πάψει να φωνάζω πολύ πια, γιατί δεν έχει κανένα νόημα, δεν πούλησε λιγότερο ο Νευρομάντης επειδή φώναζα εγώ. Αυτό που θα ήθελα είναι ο καθένας να κάνει τη δουλειά του σωστά. Ξέρω όμως ότι συνήθως οι μεταφραστές κακοπληρώνονται. Κι ίσως έχει δίκιο να λέει ο άλλος: «θα κάτσω εγώ να φάω μια ώρα τη σελίδα, γιατί; για να πάρω δέκα χιλιάρικα το 16-σέλιδο»;
Είσαι απόλυτος όσον αφορά την απόδοση στα ελληνικά; Δηλαδή, εάν μπορεί κανείς να εισαγάγει μια φράση που δεν υπάρχει στα ελληνικά, δεν είναι καμιά φορά πλουτισμός της γλώσσας μας; Δεν είναι μια υψηλότερη μορφή δημιουργίας;
Καμιά φορά με ρωτάνε: κάνεις πιστή μετάφραση ή ελεύθερη; Για μένα δεν υπάρχει αυτός ο διαχωρισμός. Προσπαθώ να κάνω πιστή μετάφραση, αλλά να είμαι πιστός στο έργο, στο βιβλίο ή το διήγημα, και όχι στη συγκεκριμένη λέξη ή φράση. Δουλεύοντας μια μετάφραση μπαίνεις σιγά-σιγά στο ύφος του συγγραφέα, αλλά και στο πνεύμα του, σε αυτό που θέλει να πει γράφοντας αυτό που έγραψε. Οπότε δεν πρέπει να κολλήσεις στην στενή, τυπική απόδοση μιας πρότασης, αλλά να την τοποθετήσεις στο ευρύτερο πλαίσιο του έργου και να βρεις αυτό που είναι πιστότερο σε αυτό. Δεν υπάρχει, νομίζω, ένας γενικός κανόνας, άλλες φορές έχεις την ελευθερία να δημιουργήσεις νέες λέξεις και εκφράσεις, ακόμη και ιδιαίτερα ιδιόρρυθμες, ή να κάνεις «τρελό» χιούμορ, κι άλλες φορές πρέπει να χρησιμοποιήσεις πιο συμβατικές εκφράσεις ή πιο λεπτό χιούμορ.
Ο Dick, για παράδειγμα έχει εξωφρενικές καταστάσεις που εντάσσονται, όμως, με μια ιδιαίτερη ειρωνεία στην ιστορία του. Η μετάφραση δεν πρέπει να είναι σε στυλ χοντρής κωμωδίας, αλλά σοβαροφανής, «με τη γλώσσα στο μάγουλο» που λένε κι οι αγγλόφωνοι. Κι όσο για τις νέες λέξεις ή εκφράσεις, πολλές φορές είναι αδύνατον να ευστοχήσεις: ποιος θα μετέφραζε το ζάπινγκ πριν 15 χρόνια «ζάπινγκ»; Και μη μου πεις ότι το «πέθανε από αυτοκτονία» ή το «να προσβάσει τα δεδομένα» που διάβασα τελευταία είναι υψηλότερη μορφή δημιουργίας!
Για κάποιες διαφωνίες και σχόλια μέσα στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας τι έχεις να πεις;
Τώρα το βλέπω αυτό το πράγμα, δεν ξέρω αν έτσι ήταν και παλιότερα. Έχει γίνει σαν τους αριστερούς πριν 15-20 χρόνια. Είμαστε 15 άτομα και έχουμε 20 ομάδες. Από ό,τι ακούω, δηλαδή, γιατί εγώ δεν έχω «μπλεχτεί» κάπου. Εγώ δεν το βλέπω έτσι, δηλαδή αυτός ανήκει στην τάδε ομάδα, εκείνος στην άλλη. Μας αρέσει η εφ, θέλουμε να προωθηθεί, να διαβάζει περισσότερος κόσμος, αυτό είναι. Κι ούτε καν βλέπω τα περιοδικά και τις εκδόσεις ανταγωνιστικά. Είναι τόσο λίγα αυτά που βγαίνουν, που κάνει καλό. Αλλά να βγαίνουν καλά, θέλω να πω πιο προσεγμένα και αξιόλογα πράγματα. Αυτό είναι διαφήμιση. Και το ένα τραβάει το άλλο, το ένα βοηθάει το άλλο. Όσο περισσότερα υπάρχουν, δύο, τρία περιοδικά, ή κι άλλες εκδόσεις -αλλά να βγαίνουν προσεγμένα βιβλία- βοηθάει, κατάλαβες; Το ένα διαφημίζει το άλλο: «Αυτό είναι η επιστημονική φαντασία, όχι, ξέρω εγώ, αυτή η μαλακία». Αλλιώς, όταν βγαίνει ένα κακό βιβλίο ή ένα κακό περιοδικό ή ένα κακό διήγημα, δυσφημείται όλη η υπόθεση της εφ. Και αυτό δεν συμφέρει κανέναν.
Και δεν καταλαβαίνω γιατί το βλέπουν έτσι, δηλαδή να τσακώνεσαι και να ασχολείσαι με το «εγώ θα κάνω» και «εσύ έκανες» και «είπες». Δεν χρειάζεται να χαλάμε τις καρδιές μας - ο καθένας κάνει [γελάκι] ό,τι μπορεί. Και πιστεύω ότι θα μπορούσαμε να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα πιο χιουμοριστικά. Από την άλλη μεριά, υπάρχουν 5 άνθρωποι που βγάζουν 5 βιβλία το χρόνο, το πολύ... δεν υπάρχει κανένας λόγος να δίνουμε βραβεία. Είναι λίγο... ανταγωνιστικό, είναι το αντίθετο πράγμα... Όσο για τα φανζίν, όσο περισσότερα τόσο καλύτερα. Και δεν χρειάζεται, σώνει και καλά, να επικρατήσει μια άποψη. Υπάρχουν απόψεις που πρέπει να λέγονται, να γράφονται, να κυκλοφορούν. Υπάρχει κοινό, απευθύνεσαι σ' αυτούς, μπορούν να κρίνουν και μόνοι τους.
Τι άλλο θα ήθελες να κάνεις στο χώρο της εφ;
Να βγάλω στο μέλλον κάποια βιβλία που θεωρώ σημαντικά...
Πώς έγινες εκδότης και ποια προβλήματα αντιμετωπίζει ένας που αποφασίζει να κάνει αυτό το βήμα;
Όταν σταμάτησε ο Πλανήτης κι οι εκδόσεις της Ars Longa, δεν ήταν γιατί πήγαινε άσχημα η ίδια η σειρά. Αν και η κυκλοφορία του Πλανήτη είχε πέσει στο τέλος πάρα πολύ, τα βιβλία πήγαιναν καλά. Το κλείσιμο της Ars Longa έγινε για λόγους ανεξάρτητους από τη σειρά της επιστημονικής φαντασίας. Και τότε σκέφτηκα, γιατί να πάω κάπου αλλού; Λες, εντάξει, πας σε κάποιον και κάνεις μια σειρά, μετά; Δεν σε χρειάζεται πλέον. Γιατί να το κάνω για άλλους και να μην το κάνω για τον εαυτό μου; Με τον Μπαζίνα είχαμε μια σχέση εργασιακή που δεν θα την έβρισκα αλλού. Έκανα όσα ήθελα να κάνω: για παράδειγμα δεν πιστεύω πως αλλού θα είχα τη δυνατότητα να διορθώσω αρκετά λάθη της πρώτης μετάφρασης του Τζακ Μπάρον σε μια νέα, αναθεωρημένη έκδοση μετά από 7-8 χρόνια. Και ξεκίνησα βέβαια τις εκδόσεις με τα μέσα που είχαμε τότε, το 1991, οικονομικά, κι έγινε σιγά-σιγά. Δυστυχώς, πάντως, δεν γίνεται εκδοτικός οίκος που να βγάζει δυο βιβλία το χρόνο. Δεν στέκεται οικονομικά, και τα αντικειμενικά κριτήρια είναι όχι πόσους τίτλους βιβλίων έχεις, αλλά πόσα τετραγωνικά είναι η έδρα της επιχείρησης. Που σημαίνει αυτό: Ότι εγώ με δέκα βιβλία κι ένας άλλος εκδότης με 100 πληρώνουμε τον ίδιο φόρο. Και δεν έχει καμιά σημασία πόσα καινούρια βιβλία έβγαλες αυτό το χρόνο. Κι ένα τιμολόγιο, και 5 βιβλία να πουλήσεις όλο το χρόνο, θεωρείται ότι κινείται η εταιρεία. Άρα θα πληρώσεις τον φόρο. Τελείωσε. Απαγορεύεται να βγάζεις βιβλία για την πλάκα σου. Δηλαδή να έχεις ένα ψώνιο, να κάνεις μια δουλειά και να βγάζεις κι ένα βιβλίο το χρόνο, αυτό το κάνουν αδύνατο. Εμείς τώρα έχουμε ένα πρόγραμμα. Και προσπαθούμε να το τηρήσουμε, αλλά πάλι καθυστερούμε. Τώρα βγήκαν αυτά τα δυο βιβλία, Τα Άνθη του κακού του Μπράιαν Στέημπλεφορντ και το τελευταίο από τα Βιβλία του Αίματος του Clive Barker, που έπρεπε να βγουν τα Χριστούγεννα και βγήκαν τον Φλεβάρη».
Το ιστορικό της εκδοτικής σου δραστηριότητας;
Ξεκινήσαμε το 1991 ως εκδόσεις ΟΜΜΑ με την Παυλίνα Κιουρτσιδάκη, που έκανε lettering στο Παρά Πέντε με τα βιβλία της Γαιοθάλασσας της Λε Γκεν. Βγάλαμε και Τα θεμελιακά πράγματα και άλλες ιστορίες, μια συλλογή διηγημάτων από συγγραφείς που εμφανίστηκαν στη δεκαετία του '80, όχι κυβερνοπάνκ, αναγκαστικά, ήταν το μεταμοντέρνο κύμα στην εφ που μια πλευρά του ήταν το κυβερνοπάνκ... Τέλος πάντων, το βιβλίο δεν περπάτησε, ίσως κανείς δεν κατάλαβε περί τίνος πρόκειται, δεν ξέρω... Το 1994 έφυγε από την εταιρεία η Παυλίνα και μπήκε η Δέσποινα Παπαδοπούλου, που έχει το βιβλιοπωλείο Solaris και γίναμε εκδόσεις Τρίτων (με ωμέγα, όπως ο δορυφόρος του Ποσειδώνα). Μετά από μια παράκαμψη με τα έξι Βιβλία του αίματος του Clive Barker, θα προχωρήσουμε με πιο καθαρή εφ.... Συνεχίζουμε με Spinrad και Herbert, και υπάρχουν πολλά άλλα για το μέλλον, αλλά δεν έχουμε ακόμα τη δυνατότητα για μακροπρόθεσμο προγραμματισμό, οπότε δεν μπορώ να σου πω συγκεκριμένα...
Τι σημαίνει για έναν αναγνώστη η επιστημονική φαντασία;
Κατ' αρχάς η εφ θέλει πείρα, θέλει να την μάθεις. Δεν διαβάζεις ένα κλασικό μυθιστόρημα «συμβατικής λογοτεχνίας». Εκεί ξέρεις τι σημαίνει καρέκλα, αυτοκίνητο, άνοιξε τη βρύση, έβαλε ένα ποτήρι νερό, πήρε τον υπόγειο και πήγε στην πλατεία τάδε. Στην εφ δεν υπάρχει τίποτα δεδομένο. Αρχίζεις από το μηδέν. Ο συγγραφέας έχει φτιάξει έναν καινούριο κόσμο, αλλά εσύ δεν τον ξέρεις. Μπορεί να μιλά για τον κόσμο αυτό. Και από κάθε φράση που σου λέει πρέπει να ψάξεις και, κομμάτι-κομμάτι, σαν παζλ, να ανακατασκευάσεις τον κόσμο που έχει φτιάξει ο συγγραφέας. Είναι ένα διανοητικό παιχνίδι. Τώρα, τι είναι εφ. Δεν είναι θέμα...
Τι πιστεύεις για τον όρο;
Ο όρος είναι μια κακή απόδοση στα ελληνικά...
Στα Αγγλικά είναι εντάξει;
Κάπως καλύτερος. Όχι, ούτε στα Αγγλικά είναι, αλλά είναι καθιερωμένος πια. Πρόσεξε τώρα, είναι και το πώς το λες: Science Fiction, sf, S.F., sci-fi... Ο καθένας το χρησιμοποιεί για να πει αυτό που θέλει. Που δεν είναι ένα πράγμα. Εντάξει, το fiction στα ελληνικά είναι «μυθοπλασία», αλλά ποιος το λέει; Από την άλλη είναι «λογοτεχνία», αλλά δεν είναι «literature». Είναι «fiction», αλλά δεν είναι «fantasy». Τέλος πάντων, υπάρχει μια ταμπέλα. Τώρα, τι είναι και τι δεν είναι, υπάρχουν δεκάδες ορισμοί, από τους οποίους μπορεί να ισχύουν πολύ περισσότεροι από ένας. Ανάλογα την περίπτωση μπορείς να χρησιμοποιήσεις τον έναν ή τον άλλον ή έναν τρίτο ορισμό. Ανάλογα με το τι θέλεις εσύ να πεις. Υπάρχει μια άποψη που λέει ότι εφ είναι ό,τι εκδίδεται ως εφ. Αυτό είναι η ταμπέλα, S.F. με κεφαλαία. Μ' αυτήν την έννοια, θεωρούνται εφ διηγήματα που είναι στην πραγματικότητα περιπέτειες, κατασκοπευτικά κλπ. και απλώς χρησιμοποιούν κάποια gadgets. Αλλά αυτό δεν τα κάνει εφ.
Μια άλλη άποψη, που υιοθετώ κατά καιρούς, είναι ότι εφ είναι η σύγχρονη λογοτεχνία, δηλαδή ό,τι λαμβάνει υπόψη του τον σύγχρονο κόσμο, το πώς έχει αλλάξει ο κόσμος μας, ή πάλι, κατά μία άλλη έννοια, είναι η λογοτεχνία που ασχολείται με την σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο. Και ό,τι λαμβάνει υπόψη του την τεχνολογική εξέλιξη, την επιστημονική εξέλιξη μάλλον, και τις κοσμοθεωρίες που έχουν εξελιχτεί στην εποχή μας και αλλάζουν βάσει της γνώσης μας για τον κόσμο, οπότε αλλάζει και η στάση μας. Είναι η σύγχρονη μυθολογία, η οποία είναι επίσης η σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο. Αλλά αυτό που σου δίνει τελικά, αυτό που πρέπει να έχει η εφ, είναι η ποίηση της αποκάλυψης. Ότι ξαφνικά, διαβάζοντας ένα διήγημα εφ, έχεις μια διαφορετική αντίληψη για τον κόσμο. Θα βλέπεις τα πράγματα λίγο διαφορετικά: Διαβάζοντας ένα διήγημα, έχεις ένα conceptual breakthrough (δεν έχω τελικά αποφασίσει πώς θα μεταφραζόταν ο όρος). Γιατί, τελικά, ποια είναι τα διηγήματα, τα μυθιστορήματα που σε έχουν συγκινήσει περισσότερο: αυτά που σε κάνουν να βλέπεις με διαφορετικό μάτι σχεδόν κάθε τι, κάτι που δεν έχεις σκεφτεί μέχρι τώρα. Γι' αυτό διαβάζεις, εγώ γι' αυτό διαβάζω βιβλία.
Μπορείς να μάθεις να διαβάζεις εφ.; Να αποκτήσεις τη δίψα για το θαυμαστό;
Εξαρτάται από το κέφι. Πρέπει να έχεις τη διάθεση, πρέπει να έχεις ανοιχτό μυαλό. Να είσαι έτοιμος, έστω και για πλάκα, να δεχτείς μια καινούρια άποψη, εντελώς άλλη ή αντίθετη με την πραγματικότητα. Δεν είναι αυτό που λένε απόδραση από την πραγματικότητα. Από μια άποψη, ναι είναι, είναι καθήκον ενός αιχμαλώτου να αποδράσει. Αυτό πρέπει να κάνει δηλαδή. Γιατί τι είναι πραγματικότητα; δεν είναι, να, η καρέκλα, το τραπέζι, ξέρω εγώ τι... Είναι μια γενικότερη νοητική αντίληψη για τον κόσμο. Βασικά, δεν πρέπει να αποδράσεις ακριβώς. Πρέπει να έχεις μια καινούρια άποψη, διαφορετική, πρέπει να δεις τις διαφορετικές απόψεις. Πρέπει να αρνηθείς, δηλαδή, να υποταχθείς στην επίσημη πραγματικότητα. Στο να πεις «τα πράγματα είναι έτσι, τελείωσε». Δεν είναι έτσι. Μπορεί να είναι κι αλλιώς, και αν δεν αρχίσεις να σκέφτεσαι, να αρχίσεις να διαβάζεις για την Ουτοπία, δεν πρόκειται να προχωρήσεις προς τα εκεί. Αυτός δεν είναι ο στόχος μας;
Η Ουτοπία; Αναγκάζεσαι να σκεφτείς. Και η εφ είναι ο μόνος τρόπος να γράφεις για πράγματα που δεν έχουν γίνει, ειδικά στις κοινωνικές επιστήμες. Ο μόνος τρόπος να γράψει κάποιος για κοινωνικές δομές οι οποίες δεν έχουν εφαρμοστεί ποτέ,-λογοτεχνικά μιλώ, όχι γράφοντας ένα δοκίμιο- είναι η εφ. Γι' αυτό αναγκάστηκαν και ο Orwell και ο Huxley, που δεν είναι συγγραφείς εφ, να γράψουν ουσιαστικά εφ και έχουν γίνει γνωστοί στο πλατύ κοινό ο ένας από το 1984 κι ο άλλος από τον Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο. Ήταν ο μόνος τρόπος να πουν αυτές τις ιδέες με λογοτεχνικό τρόπο. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να μάθεις να διαβάζεις εφ. Θέλει να σου αρέσει λίγο και το παιχνίδι, το μυστήριο, να ασκείς λίγο το μυαλό σε φανταστικούς χώρους...
- Log in to post comments