Η εφ για αρχάριους και προχωρημένους

Submitted by nikosal on Wed, 10/10/2018 - 17:40

To άρθρο του Δημήτρη Αρβανίτη για τα «στοιχειώδη» της εφ δημοσιεύθηκε στο πρώτο τεύχους του περιοδικού Απαγορευμένος Πλανήτης, το 1987 (εξ. από Greekcomics.gr). Αναδημοσιεύθηκε με μικρές βελτιώσεις στην ιστοσελίδα altfactor και σε αυτή τη δεύτερη μορφή του παρατίθεται στη συνέχεια (με ελάσσονες διορθώσεις).

===

«Επιστημονική φαντασία» είναι ένας χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε μια κατηγορία εκδόσεων, και η χρήση του πολύ συχνά υπαγορεύεται από τα συμφέροντα και τις ιδιοτροπίες των εκδοτών. Τα τελευταία 60 χρόνια έχουν γίνει πάρα πολλές προσπάθειες να εντοπιστεί το φάσμα των λογοτεχνικών έργων που θα έπρεπε να ανήκουν στην κατηγορία αυτή και να οριστούν τα κριτήρια με τα οποία θα διαχωρίζονται έργα που είναι έξω από αυτήν. Οι ορισμοί που έχουν δοθεί είναι πάρα πολλοί και συχνά αλληλοαναιρούνται. Στην κοινή χρήση του ο όρος ε.φ. χρησιμοποιείται τόσο χαλαρά που φαίνεται απίθανο να υπάρξει ποτέ ένας παγκόσμια αποδεκτός ορισμός.

Από παλιά έχουν γίνει προσπάθειες να δοθούν ορισμοί για λογοτεχνικά είδη συγγενικά με την ε.φ. από πολλούς συγγραφείς (Έντγκαρ Αλλαν Πόε, Ουίλιαμ Γουίλσον, Έντγκαρ Φόσετ), όμως ο καθένας τους διακήρυσσε το δικό του μανιφέστο. Μόνο μετά την κυκλοφορία των πρώτων λαϊκών περιοδικών στην Αμερική άρχισε να διαφαίνεται κάποια συμφωνία. Ο πρώτος ορισμός του είδους δόθηκε από τον Χιούγκο Γκέρνσμπακ, εκδότη του Amazing Stories, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού αυτού (1926):

Λέγοντας «επιστημονική φαντασία» (Scientifiction) εννοώ το είδος ιστοριών που γράφει ο Ιούλιος Βερν, ο Γουέλς και ο Πόε -ένα ελκυστικό αφήγημα ανακατεμένο με επιστημονικά στοιχεία και προφητική διορατικότητα. Αυτές οι θαυμαστές ιστορίες δεν είναι μόνο τρομερά ενδιαφέρουσες να τις διαβάζεις, είναι πάντα διδακτικές. Παρέχουν γνώση μ' έναν ευχάριστο τρόπο... Νέες εφευρέσεις που περιγράφονται σήμερα δεν είναι καθόλου απίθανο να πραγματοποιηθούν αύριο... Πολλές μεγάλες επιστημονικές ιστορίες που θα αποκτήσουν ιστορικό ενδιαφέρον δεν έχουν ακόμη γραφεί... Οι μεταγενέστεροι θ' αναφέρονται σ' αυτές επειδή θα έχουν χαράξει έναν νέο δρόμο, όχι μόνο στη λογοτεχνία, αλλά και στην πρόοδο.

Αυτή η αντίληψη, που θεωρεί την ε.φ. μια διδακτική και προφητική λογοτεχνία που βασίζεται στη σύγχρονη γνώση, αναθεωρήθηκε σύντομα όταν άλλοι εκδότες αντίστοιχων περιοδικών εγκατέλειψαν το μοντέλο του Γκέρνσμπακ. Ο Τζον Κάμπελ, εκδότης του περιοδικού Astounding Stories, που κυριαρχούσε στο χώρο την δεκαετία του '40, υποστήριξε πως η ε.φ. θα έπρεπε να θεωρείται λογοτεχνικό είδος συγγενές με την ίδια την επιστήμη:

Η επιστημονική μεθοδολογία απαιτεί από μια καλοκατασκευασμένη θεωρία όχι μόνο να εξηγεί γνωστά φαινόμενα, αλλά και να προλέγει νέα, που δεν έχουν παρατηρηθεί ακόμα. Η ε.φ. προσπαθεί να κάνει κάτι παρόμοιο και να γράψει με αφηγηματική μορφή τις επιπτώσεις ενός επιστημονικού επιτεύγματος όχι μόνο στον τομέα της τεχνολογίας, αλλά και στην ίδια την ανθρώπινη κοινωνία.

Από τη στιγμή που δημιουργήθηκε η νέα αυτή εκδοτική κατηγορία, αναγνώστες και κριτικοί άρχισαν να χρησιμοποιούν τον όρο αναφερόμενοι και σε παλαιότερα έργα που θα μπορούσαν να ενταχθούν στο σώμα της ε.φ. Η πρώτη εκτεταμένη μελέτη της ιστορίας του είδους έγινε από τον Τζέημς Μπέηλυ, καθηγητή φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας, στο βιβλίο του Pilgrims Through Space and Time (1947), όπου έδωσε τον ακόλουθο ορισμό:

Επιστημονική φαντασία είναι μια διήγηση αναφερόμενη σε μια φανταστική εφεύρεση ή ανακάλυψη στις φυσικές επιστήμες και στις περιπέτειες και τις εμπειρίες που την ακολουθούν. Θα πρέπει να κινείται στο χώρο της επιστήμης, και ο συγγραφέας να παρουσιάζει μια, όσο είναι δυνατόν λογικοφανή, επιστημονική εξήγηση.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ένα πλήθος κριτικών εμφανίστηκε στο χώρο. Οι πιο σημαντικοί ήταν ο Τζέημς Μπλις και ο Ντέημον Νάιτ. Ο Μπλις αναφέρει στον πρόλογο μιας συλλογής δοκιμίων του έναν ορισμό που έδωσε ο Θήοντορ Στέρτζον το 1951:

Μια ιστορία επιστημονικής φαντασίας είναι μια ιστορία χτισμένη γύρω από ανθρώπινα όντα, με ένα ανθρώπινο πρόβλημα και μια ανθρώπινη λύση, που ποτέ δεν θα συνέβαινε χωρίς τις επιστημονικές εικασίες που περιέχει.

Στέρτζον αργότερα παρατήρησε πως δεν είχε την πρόθεση να δώσει έναν ορισμό που να καλύπτει όλες τις ιστορίες ε.φ., αλλά μια συνταγή για καλές ιστορίες ε.φ.). Ο Νάιτ στη δική του συλλογή δοκιμίων απέφυγε εντελώς τον σκόπελο του ορισμού απορρίπτοντας την ονομασία «ε.φ.» σαν εσφαλμένη, αλλά έκανε το εξής σχόλιο:

Βρίσκουμε τις ίδιες λογοτεχνικές αξίες στην επιστημονική φαντασία όπως και στο κύριο ρεύμα της λογοτεχνίας. Αυτό που διαφέρει είναι το εκφραστικό στυλ. Ζούμε σ' ένα μικροσκοπικό νησί γνωστών πραγμάτων. Ο αμείωτος θαυμασμός μας για τα μυστήρια που μας περιβάλλουν είναι αυτό που μας κάνει ανθρώπους. Η επιστημονική φαντασία προσεγγίζει αυτά τα μυστήρια όχι με μικρά καθημερινά σύμβολα, αλλά με τα μεγάλα σύμβολα του χώρου και του χρόνου.

Σε μια διάλεξή του στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, το 1959, ο Ρόμπερτ Χαινλάιν υπερασπίστηκε την ε.φ. σαν είδος της ρεαλιστικής λογοτεχνίας παραφράζοντας έναν ορισμό που προτάθηκε το 1953 από τον Αμερικανό συγγραφέα και ανθολόγο Ρέτζιναλντ Μπρέτνορ:

Η λογοτεχνία όπου ο συγγραφέας δείχνει πως έχει συνείδηση της φύσης και της σημασίας της ανθρώπινης δραστηριότητας που είναι γνωστή ως επιστημονική μέθοδος, πως έχει ανάλογη επίγνωση του μεγέθους της ανθρώπινης γνώσης που έχει ήδη συγκεντρωθεί από τη δραστηριότητα αυτή, και που λαμβάνει υπ' όψιν στις ιστορίες του τις τωρινές και τις πιθανές μελλοντικές επιδράσεις της επιστημονικής μεθόδου και των επιστημονικών δεδομένων στον άνθρωπο.

Οι πρώτες μεγάλες μελέτες της ε.φ. από κριτικούς έξω από το χώρο της έγιναν στην Αγγλία από τον Πάτρικ Μουρ (Science and Fiction, 1957) και τον Κίνγκσλυ Έημις (New Maps of Hell, 1960). Ο Μουρ απέφυγε το πρόβλημα του ορισμού, αλλά ο Έημις πρόσφερε τον δικό του:

Επιστημονική φαντασία είναι το είδος του πεζού λόγου που πραγματεύεται καταστάσεις που δεν θα μπορούσαν να συμβούν στον κόσμο που ξέρουμε, αλλά διατυπώνονται υποθετικά βάσει κάποιας καινοτομίας της επιστήμης ή της τεχνολογίας, ή της ψευδοεπιστήμης ή της ψευδοτεχνολογίας, είτε ανθρώπινης είτε εξωγήινης προέλευσης.

Ο ορισμός που χρησιμοποίησε ο Σαμ Μόσκοβιτς, συγγραφέας πολλών ιστορικών και βιογραφικών μελετών συγκεκριμένων συγγραφέων και θεμάτων, είναι κάπως πιο αόριστος:

Επιστημονική φαντασία είναι ένας κλάδος της φαντασίας που χαρακτηρίζεται από το ότι διευκολύνει την «εκούσια αναστολή του σκεπτικισμού» των αναγνωστών χρησιμοποιώντας μιαν ατμόσφαιρα επιστημονικότητας στις δημιουργικές της υποθέσεις για τη φυσική επιστήμη, το διάστημα, τον χρόνο, την κοινωνική επιστήμη και τη φιλοσοφία.

Ένας παρόμοιος ορισμός, εξίσου αόριστος, δόθηκε από τον επιμελητή και συγγραφέα Ντόναλντ Βόλχαϊμ, στο βιβλίο του The Universe Makers (1971):

Επιστημονική φαντασία είναι ο κλάδος της φαντασίας στον οποίον ανήκουν ιστορίες που δεν ισχύουν με βάση τις σημερινές μας γνώσεις, γίνονται αληθοφανείς όμως αν ο αναγνώστης δεχθεί πως επιστημονικά μπορούν να είναι πιθανές στο μέλλον ή σε κάποια αόριστη περίοδο του παρελθόντος.

Πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς που ασχολήθηκαν με την κριτική της ε.φ. όταν το είδος άρχισε να προσελκύει μεγαλύτερη προσοχή, ιδίως των ακαδημαϊκών κύκλων, τείνουν να είναι πιο τολμηροί και πιο επιτηδευμένοι στις προσπάθειές τους να ορίσουν όχι μόνο το περιεχόμενο, αλλά και το σκοπό και τη φιλοσοφία του είδους. Η συγγραφέας Τζούντιθ Μέρυλ, για παράδειγμα, επαναλαμβάνει την περιγραφή του Κάμπελ, ενώ συγχρόνως δανείζεται την ορολογία του Χαινλάιν, που αντικαθιστά τον όρο «επιστημονική φαντασία» με τον όρο «λογοτεχνία των εικασιών».

Λογοτεχνία των εικασιών: Ιστορίες που, χρησιμοποιώντας προβολή, εικασίες, αναλογίες, πειραματισμούς, έχουν σαν σκοπό να εξερευνήσουν, ν' ανακαλύψουν, να μάθουν κάτι για τη φύση του σύμπαντος, του ανθρώπου, της «πραγματικότητας». Χρησιμοποιώ εδώ τον όρο «λογοτεχνία των εικασιών» ειδικά για να περιγράψω το είδος που χρησιμοποιεί την παραδοσιακή «επιστημονική μέθοδο» (παρατήρηση, υπόθεση, πείραμα) για να εξετάσει μιαν αξιωματική προσέγγιση της πραγματικότητας. Εισάγοντας μια σειρά μεταβολών -φανταστικών ή επινοημένων- στον κοινό χώρο των «γνωστών γεγονότων», δημιουργείται ένα περιβάλλον στο οποίο οι αντιδράσεις και οι αντιλήψεις των προσώπων μάς παρέχουν στοιχεία για τις επινοήσεις, τους χαρακτήρες ή και τα δύο.

Στους παλαιότερους ορισμούς δινόταν έμφαση στη λέξη «επιστήμη», αλλά τελευταία αυτό έχει επικριθεί από πολλούς, όπως από τον Μπράιαν Ώλντις, που είπε πως η ε.φ. γράφεται για τους επιστήμονες όσο και οι ιστορίες με φαντάσματα γράφονται για τα φαντάσματα. Ο Τ. Γ. Μπάλαρντ παρατήρησε το 1969 πως

Η ιδέα ότι ένα περιοδικό σαν το Astounding, ή Analog, όπως λέγεται τώρα, έχει κάποια σχέση με την επιστήμη είναι παράλογη. Δεν έχετε παρά να πάρετε το Nature, ή οποιοδήποτε επιστημονικό περιοδικό, για να δείτε πως η επιστήμη ανήκει σ' έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο.

Στο Billion Year Spree (1973), μια ιστορική μελέτη της ε.φ., ο Μπράιαν Ώλντις αντιμετώπισε το πρόβλημα από άλλη πλευρά:

Επιστημονική φαντασία είναι η αναζήτηση ενός εύστοχου ορισμού του ανθρώπου και της θέσης του στο σύμπαν που να αντέχει στην εξελιγμένη αλλά συγκεχυμένη κατάσταση της γνώσης (επιστήμης) μας, και είναι φτιαγμένη στο γοτθικό ή προ-γοτθικό καλούπι.

Αρκετοί συγγραφείς συμφωνούν με την άποψη του Ντέημον Νάιτ πως ο όρος «επιστημονική φαντασία» είναι εσφαλμένος. Ο πιο δημοφιλής από τους εναλλακτικούς όρους είναι «λογοτεχνία των εικασιών», ενώ μερικοί κριτικοί που προέρχονται από το χώρο του στρουκτουραλισμού και της σημειολογίας προτείνουν πιο ακαδημαϊκούς όρους, όπως «δομική μυθοπλασία».

Κάθε νέος ορισμός της ε.φ. εισάγει και νέους όρους. Ο Τζων Μπράνερ, για παράδειγμα, ανέφερε το 1969 κάποιον ανώνυμο φίλο του, ο οποίος είπε πως

οι συγγραφείς ε.φ. αποπειρώνται να δημιουργήσουν την κατάλληλη Διονυσιακή αλήθεια που θα ταιριάζει μ' ένα περιβάλλον που έχει αλλάξει αισθητά με την ανακάλυψη της Απολλώνιας αλήθειας στην επιστήμη.

Τελικά, λίγοι από τους ορισμούς της ε.φ. είναι ξεκάθαροι, εύκολα κατανοητοί και ακριβείς. Και το πρόβλημα περιπλέκεται ακόμη περισσότερο όταν γίνονται απόπειρες ορισμού του τι θα έπρεπε να κάνουν οι συγγραφείς της ε.φ., ποια θα έπρεπε να είναι τα κίνητρα, οι σκοποί και οι φιλοσοφίες τους, αντί να περιγράφεται το τι συνήθως κάνουν και τι υλικό φιλοξενείται κάτω από το χαρακτηρισμό «ε.φ.».

Άλλη μια πρακτική δυσκολία ορισμού του είδους πηγάζει από τις προσπάθειες πολλών συγγραφέων να αποφύγουν το χαρακτηρισμό «ε.φ.» πιστεύοντας ότι μπορεί να επηρεάσει τις πωλήσεις τους ή ακόμα και την επαγγελματική υπόληψή τους (π.χ. ο Κουρτ Βόνεγκατ και ο Τζον Γουίνταμ). Την ίδια αντίληψη μοιράζονται και ορισμένοι εκδότες: όταν ένα βιβλίο χαρακτηριστεί ε.φ. συνήθως πουλάει καλά, αλλά σπάνια μπαίνει στα μπεστ σέλερ.

Είναι μοιραίο όλοι οι ορισμοί να είναι ατελείς. Έργα που αναφέρονται στις διαδικασίες της επιστημονικής έρευνας βρίσκονται στα όρια ε.φ. και ρεαλιστικής λογοτεχνίας. Η γραμμή που χωρίζει την ε.φ. από την φαντασία (φάνταζυ) είναι πολύ συγκεχυμένη και αόριστη, και με μικρές αλλαγές στην ορολογία εύκολα θα μπορούσαν πολλά έργα του ενός είδους να καταταγούν στο άλλο. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε με κάποια επιτυχία είναι να αναγνωρίσουμε και να περιγράψουμε τα γενικά χαρακτηριστικά της φιλοσοφίας που διέπει τους συγγραφείς και τους αναγνώστες αυτού του είδους λογοτεχνικής επικοινωνίας. Και να πούμε ότι ένα έργο ε.φ. ενδιαφέρεται για την επέκταση της επιστημονικής γνώσης και τις κάθε είδους επιπτώσεις της, και χαρακτηρίζεται από δημιουργική φαντασία και τολμηρή σύλληψη.

 

Μία ή πολλές εφ;

Η ε.φ. είναι ένα λογοτεχνικό είδος κάθε άλλο παρά ομοιογενές, όπως άλλωστε θα έπρεπε να είναι μια εκφραστική τέχνη που δίνει έμφαση στην αλλαγή και την καινοτομία. Οι εκδότες, οι κριτικοί και οι αναγνώστες, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, διαχωρίζουν τα έργα ε.φ. ανάλογα με το περιεχόμενο και/ή το στιλ τους σε κατηγορίες.

Έτσι σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε πως υπάρχουν τα ακόλουθα «ρεύματα» στο χώρο της ε.φ. -αν και οι ίδιοι οι συγγραφείς, στη μεγάλη πλειοψηφία τους τουλάχιστον, θ' αρνούνταν να κατατάξουν τον εαυτό τους σε κάποιο από αυτά.

Η «σκληρή» ή «σκληροπυρηνική» (Hard ή Hardcore) ε.φ., όρος που χρησιμοποιείται είτε για τα έργα που επαναλαμβάνουν τα θέματα και συνήθως και το στιλ του είδους που γραφόταν την λεγόμενη «Χρυσή Εποχή» της ε.φ. (1937 - 1946), είτε για τα έργα που ασχολούνται με τις «σκληρές» επιστήμες (αστρονομία, υπολογιστές και κυβερνητική, βαρύτητα, πυρηνική ενέργεια, διαστημική τεχνική, φυσική και τεχνολογία γενικώς).

Αντίστοιχα χρησιμοποιείται ο όρος «σοφτ» ε.φ. για να δηλώσει τα έργα που αναφέρονται στις «σοφτ» επιστήμες -πνευματικές ή ηθικές επιστήμες (ανθρωπολογία, γλωσσολογία, ψυχολογία, κοινωνιολογία, οικονομία)- ή εκείνα που δεν ασχολούνται καθόλου με την επιστήμη, αλλά δίνουν έμφαση στα ανθρώπινα συναισθήματα.

Τα πιο συνηθισμένα θέματα είναι η κοινωνιολογία και η ψυχολογία. Αλλα θέματα, όπως οι επικοινωνίες, είναι κοινά στη «σκληρή» και τη «σοφτ» ε.φ., ενώ θέματα όπως οι ψυχικές δυνάμεις, τα ταξίδια στο χρόνο κ.λπ., παρ' όλο που δεν έχουν σχέση με την καθαρή επιστήμη και ανήκουν στις φανταστικές επιστήμες ή τις ψευδο-επιστήμες, συνήθως κατατάσσονται στη «σκληρή» ε.φ.

Ο διαχωρισμός σε «σκληρή» και «σοφτ» ε.φ. είναι αρκετά γενικός και δεν γίνεται πάντα με βάση το ίδιο το κύριο θέμα, αλλά με την αντιμετώπισή του και τον χειρισμό του από τον συγγραφέα, κάτι που αντανακλάται και στο στιλ της αφήγησης.

Έτσι, στο τέλος της δεκαετίας του '60, ένα ρεύμα ανανέωσης που προήλθε κυρίως από τους εκπροσώπους της «σοφτ» ε.φ. δημιούργησε το λεγόμενο «νέο κύμα» (New Wave), που εκδηλώθηκε με μια τάση κατάρριψης των φραγμάτων ανάμεσα στην ε.φ. και το κύριο ρεύμα της λογοτεχνίας, ένα ενδιαφέρον για τα ψυχοδηλωτικά φάρμακα, την ψυχεδελική κουλτούρα, το σεξ και τα κινήματα διαμαρτυρίας στις ΗΠΑ, ένα έντονα πειραματικό στιλ, και πολλές φορές μια πεσιμιστική στάση απέναντι στα σύγχρονα προβλήματα του πολιτισμού μας (υπερπληθυσμός, οικολογική ή πυρηνική καταστροφή, κ.λπ.).

Όλα αυτά προκάλεσαν τον τρόμο και τις έντονες αντιδράσεις των πιο συντηρητικών εκπροσώπων της ε.φ. Η σύγκρουση όμως ήταν σύντομη, καθώς οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι του «νέου κύματος» έγιναν γενικά αποδεκτοί από τους αναγνώστες· άλλωστε οι ίδιοι οι συγγραφείς ποτέ δεν δέχτηκαν τον χαρακτηρισμό «νέο κύμα» γι' αυτούς και τα έργα τους. Έτσι το αποτέλεσμα ήταν μια γενικότερη ανανέωση στο είδος, που άρχιζε τότε να παρουσιάζει κάποια στασιμότητα και επαναληπτικότητα.

Κάτι παρόμοιο συνέβη και τα τελευταία χρόνια, με την εμφάνιση των νέων συγγραφέων που τους έχουν ονομάσει «κυβερνοπάνκ» (Cyberpunks). Τα κείμενά τους είναι γρήγορα, ειρωνικά, αιχμηρά, αναφέρονται σε θέματα σημερινά, «πραγματικά», και έχουν σαν πηγή έμπνευσης τις νέες τεχνολογίες και την επανάσταση της πληροφορικής.

Αλλοι δύο χαρακτηρισμοί έργων ε.φ. που έχουν τις ρίζες τους στα πρώτα χρόνια της ε.φ. είναι η «παλπ» (pulp) ε.φ. και η «διαστημική όπερα» (space opera).

Ο όρος «παλπ» προέρχεται από τα λαϊκά προπολεμικά περιοδικά που τυπώνονταν σε φτηνό χαρτί από χαρτοπολτό. Εκτός από τα «παλπ» περιοδικά ε.φ. υπήρχαν και γουέστερν, αστυνομικά, αισθηματικά, μυστηρίου, φρίκης και τρόμου.

Οι ιστορίες που δημοσίευαν συνήθως αυτά τα περιοδικά ήταν φανταστικές περιπέτειες που διαδραματίζονταν σε κάποιο εξωτικό περιβάλλον, έδιναν έμφαση στη δράση, το ρομάντζο, τον ηρωισμό, και είχαν συνήθως αισιόδοξο τέλος. Ο όρος σήμερα έχει γίνει συνώνυμος του άτεχνου και κακόγουστου στυλ -αν και αυτό δεν ήταν πάντα αλήθεια- και χρησιμοποιείται για ιστορίες που γράφονται συνήθως γρήγορα, είναι γεμάτες περιπέτεια και δεν ασχολούνται ιδιαίτερα με τους χαρακτήρες (που είναι επίπεδοι και στερεότυποι) ή τις ιδέες (που είναι πολυχρησιμοποιημένα κλισέ).

Ο όρος «διαστημική όπερα» προέρχεται από τις «σαπουνόπερες», τα μελοδραματικά σήριαλ για νοικοκυρές όπου διαφημίζονταν εταιρίες οικιακών ειδών, και σύμφωνα με τον Αμερικανό συγγραφέα Ουίλσον Τάκερ είναι «Μια τετριμμένη, μονότονη, ανούσια, φθαρμένη ιστορία με διαστημόπλοια» (1941).

Αν και σήμερα διατηρεί κάπως το υποτιμητικό του νόημα, ο όρος πολύ συχνά χρησιμοποιείται με νοσταλγική συμπάθεια για τις περισσότερες διαστημικές περιπέτειες και ιδιαίτερα γι' αυτές με δράση σε μεγάλη κλίμακα. Παρόμοιες ιστορίες που γράφονται σήμερα αντιμετωπίζουν με άνεση το εξωτερικό πλαίσιο και την θαυματουργή υπερεπιστήμη που χαρακτήριζαν τότε το είδος αυτό. Οι συγγραφείς έχουν μια κυνική ή μπλαζέ στάση απέναντί τους, σε αντίθεση με την ενθουσιώδη, όλο θαυμασμό αντιμετώπιση των παλιότερων συγγραφέων, όταν όλα αυτά ήταν νέα και πρόσφορα για εκμετάλλευση.

 

Φαν;

Με την έκδοση των πρώτων περιοδικών ε.φ. άρχισε να χρησιμοποιείται ο όρος «φαν» για να δηλώσει τους ενεργητικούς αναγνώστες ε.φ. και φαντασίας που διατηρούν επαφές μεταξύ τους μέσω ερασιτεχνικών περιοδικών (φανζίν) και των συνεδρίων ε.φ.

Ως το 1950 οι φαν αποτελούσαν έναν στενό κύκλο 500 ατόμων, σήμερα όμως που η ε.φ. είναι πιο δημοφιλής οι φαν αριθμούν αρκετές χιλιάδες σε όλο τον κόσμο.

Ο κόσμος των φαν αποτελείται από αναγνώστες και από συγγραφείς. Πολλοί συγγραφείς ξεκίνησαν σαν φαν, και πολλοί φαν έχουν γράψει ε.φ. Οι φαν είναι κυρίως νέοι, άντρες, με ακαδημαϊκή εκπαίδευση -οι εξαιρέσεις όμως είναι τόσο πολλές, που έχει πια εκλείψει το στερεότυπο του κλασικού φαν- και στην πλειοψηφία τους Αμερικανοί. Σήμερα που ένας μεγάλος αριθμός έργων ε.φ. μεταφράζεται από τα αγγλικά σε πολλές γλώσσες, ο κύκλος των φαν καλύπτει περίπου 25 χώρες, από την Νορβηγία ως την Νέα Ζηλανδία.

Οι φαν δεν είναι απλώς μια ομάδα ανθρώπων που έχουν ένα κοινό χόμπι. Έχει ειπωθεί πως, αν κατά κάποιο τρόπο η ε.φ. έπαυε να υπάρχει, οι φαν θα συνέχιζαν τις δραστηριότητές τους χωρίς κανένα πρόβλημα. Αυτό είναι βέβαια υπερβολικό, δείχνει όμως τη διαφορά τους από τις άλλες ομάδες αναγνωστών, όπως για παράδειγμα των γουέστερν ή των αστυνομικών. Πιθανώς αυτό να οφείλεται στο ότι η ε.φ., ως «λογοτεχνία των εικασιών», έλκει αναγνώστες που ενδιαφέρονται ενεργά για νέες ιδέες και αντιλήψεις, εκτός από αυτούς που αποζητούν απλώς ένα νέο μέσο διασκέδασης.

Οι πρώτοι φαν έδειχναν ουσιαστικό ενδιαφέρον και για το περιεχόμενο της ε.φ. Τους απασχολούσε ενεργά η πυραυλική τεχνολογία, η ριζοσπαστική πολιτική, τα ημι-ουτοπικά πειράματα και κάθε καινοτομία στο χώρο της επιστήμης και της τεχνολογίας. Τελευταία όμως η δραστηριότητά τους έχει περιοριστεί κυρίως στα φανζίν, τα συνέδρια και τη μεταξύ τους επικοινωνία.

 

Όχι Όσκαρ, Χιούγκο!

Πολλοί θα έχουν διερωτηθεί τι σημαίνει η φράση «Βραβείο Χιούγκο» ή «Βραβείο Νέμπιουλα» που διαβάζουν τυπωμένη με μεγάλα γράμματα στα εξώφυλλα των βιβλίων τους. Περιληπτικά λοιπόν αναφέρουμε τα πιο γνωστά διεθνή βραβεία που απονέμονται σε έργα και δημιουργούς της ε.φ.

Βραβείο Χιούγκο (Hugo): H ανεπίσημη ονομασία του Science Fiction Achievement Award. Ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Χιούγκο Γκέρνσμπακ, εκδότη του πρώτου περιοδικού ε.φ., και είναι το αντίστοιχο του Όσκαρ για την ε.φ. Από το 1953 απονέμεται κάθε χρόνο (εκτός από το 1954) στο Παγκόσμιο Συνέδριο Ε.Φ. και παριστά έναν πύραυλο στηριγμένον όρθιο στα πτερύγιά του.

Τα βραβεία δίνονται σε λογοτεχνικά έργα, στις εξής κατηγορίες: μυθιστόρημα (πάνω από 40.000 λέξεις), νουβέλα (17.500 - 40.000 λέξεις), διήγημα (7.500 - 17.500 λέξεις) και σύντομο διήγημα (έως 7.500 λέξεις). Επίσης δίνονται βραβεία σε καλλιτέχνες, ανθολόγους, κινηματογραφικές και τηλεοπτικές ταινίες και φαν.

Η επιλογή των έργων που θα βραβευτούν γίνεται με ψηφοφορία, στην οποία παίρνουν μέρος τα μέλη του Παγκόσμιου Συνεδρίου Ε.Φ. Οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει μέλος του συνεδρίου, χωρίς να παραστεί σε αυτό, έναντι κάποιου χρηματικού αντιτίμου. Οι ψήφοι στέλνονται ταχυδρομικά πριν από το Συνέδριο. Το σύστημα επιλογής είναι ένα είδος «ενισχυμένης αναλογικής», όπου οι ψήφοι των μειοψηφούντων ανακατανέμονται στους υπόλοιπους υποψηφίους υπολογίζοντας όχι την πρώτη, αλλά την δεύτερη επιλογή του ψηφοφόρου.

Τα συνέδρια γίνονται στο τέλος του Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου, και τα βραβεία δίνονται για βιβλία ή δραστηριότητες του προηγούμενου έτους.

Το βραβείο Χιούγκο έχει κατηγορηθεί πως απονέμεται από μια μικρή αυτο-εκλεγόμενη ομάδα φαν και δεν αντιπροσωπεύει ούτε τη λογοτεχνική αξία ενός έργου ούτε τις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού. Είναι αλήθεια πως τα Χιούγκο δίνονται συνήθως σε έργα «σκληρής» ε.φ. και πολύ σπάνια σε πειραματικές εργασίες, εντούτοις πολλοί κριτικοί υποστηρίζουν πως οι επιλογές των ψηφοφόρων του Χιούγκο αποδείχτηκαν τελικά συνεπείς και έγκυρες.

Βραβείο Νέμπιουλα (Nebula): Από το 1966 απονέμεται κάθε χρόνο από τον σύλλογο συγγραφέων Science Fiction Writers of America (SFWA) και χρηματοδοτείται από τα κέρδη μιας ετήσιας ανθολογίας με τα βραβευμένα διηγήματα. Τα έργα δίνονται την άνοιξη και έχουν την ημερομηνία του προηγούμενου έτους. Δηλαδή το 1968 δόθηκε το Νέμπιουλα του 1967, όμως αν το ίδιο έργο είχε κερδίσει και το Χιούγκο, θα έπαιρνε το Χιούγκο του 1968. Το βραβείο είναι ένα σύμπλεγμα που αποτελείται από ένα σπειροειδές νεφέλωμα πάνω σ' έναν ορυκτό κρύσταλλο, ενσωματωμένα σε μια στήλη από διαφανή λουκίτη.

Τα βραβεία απονέμονται στο καλύτερο μυθιστόρημα, νουβέλα, διήγημα και σύντομο διήγημα. Από το 1974 δίνεται ένα βραβείο για την καλύτερη δραματοποιημένη παρουσίαση και ένα ειδικό βραβείο σε κάποιο πρόσωπο για την συνολική του προσφορά στην ε.φ.

Η ψηφοφορία γίνεται από τα μέλη του SFWA. Μερικοί κριτικοί υποστηρίζουν πως για να πάρει κανείς το Νέμπιουλα πρέπει εκτός από καλός συγγραφέας να είναι και καλός στις δημόσιες σχέσεις, γιατί παρ' όλο που οι κριτές είναι επαγγελματίες συγγραφείς, δεν φαίνεται να δίνεται τόσο μεγάλη σημασία στις λογοτεχνικές αρετές του έργου. Εντούτοις πολλά πειραματικά έργα έχουν πάρει βραβείο Νέμπιουλα.

Και τα Χιούγκο και τα Νέμπιουλα έχουν κατηγορηθεί για αμερικανικό σωβινισμό, γιατί πολύ σπάνια έχουν βραβευτεί Βρετανοί συγγραφείς. Ανεξάρτητα όμως από τις κριτικές, όλα τα βραβεία έχουν μεγάλη αξία για τους αποδέκτες: αυξάνουν σημαντικά τις πωλήσεις τους.

Βραβείο Τζούπιτερ (Jupiter): Από το 1973 απονέμεται κάθε χρόνο στις τέσσερις λογοτεχνικές κατηγορίες, από το Science Fiction Research Association. Το βραβείο είναι ένας εικονογραφημένος πάπυρος, και χρονολογείται με την ημερομηνία έκδοσης του αντίστοιχου έργου. [έχει σταματήσει να απονέμεται]

Βρετανικό Βραβείο Ε.Φ. (British SF Award): Ιδρύθηκε το 1970 από την British SF Association, και είναι μια περγαμηνή που απονέμεται σ' ένα βιβλίο κάθε χρόνο. Δεν είναι καλά οργανωμένο, άλλες χρονιές η ψηφοφορία γίνεται από τους φαν γενικά και άλλες χρονιές από μια επιτροπή. Έτσι δεν κατάφερε να λειτουργήσει ως αντίβαρο στα αμερικανικά Χιούγκο και Νέμπιουλα.

Βραβεία Ντίτμαρ (Ditmar): Απονέμονται από 1969 στο Ετήσιο Αυστραλιανό Συνέδριο Ε.Φ. για το καλύτερο έργο Αυστραλού δημιουργού, το καλύτερο διεθνές έργο και το καλύτερο αυστραλιανό φανζίν.

Βραβείο Τζέιμς Μπλις: Απονέμεται από το Science Fiction Foundation προς τιμήν του συγγραφέα και κριτικού Τζέημς Μπλις κάθε δύο χρόνια «για την αρτιότητα στην κριτική της ε.φ.». Το πρώτο δόθηκε στον Μπράιαν Ώλντις το 1977. Υποστηρίζεται οικονομικά από οκτώ Βρετανούς εκδότες ε.φ., και δίνεται σε αγγλόφωνους κριτικούς ε.φ. [έχει σταματήσει να απονέμεται]

Βραβείο Τζον Κάμπελ: Απονέμεται από το 1973 από τους εκδότες του αμερικανικού περιοδικού Analog στον καλύτερο νέο συγγραφέα ε.φ. προς τιμήν του ιδρυτή του περιοδικού, Τζων Κάμπελ. Η επιλογή γίνεται από τους αναγνώστες του περιοδικού.

Βραβείο Εις Μνήμην Τζον Κάμπελ (John Campbell Memorial Award): Απονέμεται από το 1973 από επιτροπή ακαδημαϊκών κριτικών και συγγραφέων ε.φ. κάθε χρόνο στο καλύτερο μυθιστόρημα ε.φ. που κυκλοφορεί στη Βρετανία.

Βραβείο Πίλγκριμ (Pilgrim): Απονέμεται από το 1970 κάθε χρόνο από την Science Fiction Research Association σε μια «προσωπικότητα της ε.φ. που μας βοήθησε να κατανοήσουμε καλύτερα το είδος».

Βραβείο Απόλλων (Prix Apollo): Απονέμεται από το 1971 στο καλύτερο μυθιστόρημα ε.φ. που δημοσιεύεται στη Γαλλία.

Διεθνές Βραβείο Φαντασίας: Από το 1951 ως το '57 απονεμόταν στη Βρετανία στο καλύτερο βιβλίο Φαντασίας ή ε.φ. Μετά την ίδρυση του βραβείου Χιούγκο ατόνησε και καταργήθηκε.

Βραβείο Λόκους (Locus): Απονέμεται από το ημι-επαγγελματικό περιοδικό Locus βάσει ψηφοφορίας των αναγνωστών του κάθε χρόνο από το 1971.

 

ε.φ. > mc2

Η ε.φ. έχει συχνά κατηγορηθεί για άγνοια της επιστήμης, και όχι μόνον από επιστήμονες. Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές έχουν εμφανιστεί χοντρά επιστημονικά λάθη σε βιβλία ε.φ., αυτό όμως δεν πρέπει να συγχέεται με τον τρόπο που εμφανίζεται η επιστήμη σε πολλά έργα. Είναι σημαντικό να έχει κανείς κατά νου τη διάκριση της αποδεκτής, κατεστημένης επιστήμης από την ψευδο-επιστήμη και τη φανταστική επιστήμη.

Ψευδοεπιστήμη είναι ένα σύστημα πεποιθήσεων οι οποίες, αν και υιοθετούν μια επιστημονικοφανή ορολογία, θεωρούνται γενικά από το επιστημονικό κατεστημένο λανθασμένες, δόλιες ή αναπόδεικτες.

Οι οπαδοί των ψευδο-επιστημών εκδηλώνουν πολύ συχνά μια παθιασμένη προσήλωση σ' αυτές σαν να ήταν θρησκείες -μερικές μάλιστα χρησιμοποιούν θρησκευτική ορολογία- ενώ η αδιαφορία ή η περιφρόνηση που δέχονται από το επιστημονικό κατεστημένο αντιμετωπίζονται με μια δόση παράνοιας, ως εκδήλωση ανταγωνισμού ή κάποιας συνωμοσίας για την απόκρυψη της αλήθειας για συντεχνιακούς λόγους.

Οι πιο διαδεδομένες ψευδο-επιστημονικές απόψεις είναι η «Επιστημολογία» και η «Διανοητική» του Ρον Χάμπαρντ, οι θεωρίες του Βελικόφσκι, του Εριχ φον Νταίνικεν κ.λπ. Σε επόμενα άρθρα θα αναφερθούμε αναλυτικότερα σ' αυτές και στο πόσο έχουν επηρεάσει τον χώρο της ε.φ.

Η φανταστική επιστήμη διαφέρει από την ψευδο-επιστήμη στο ότι ο οπαδός ή ο χρήστης της τελευταίας πιστεύει στην αλήθεια της, ενώ ο συγγραφέας που χρησιμοποιεί στο κείμενό του μια φανταστική επιστήμη ξέρει πολύ καλά πως δεν είναι αληθινή. Αυτό το κάνει είτε επειδή πιστεύει πως αυτό που σήμερα είναι αδύνατον, αύριο μπορεί να είναι δυνατόν είτε επειδή η φανταστική επιστήμη τού είναι απαραίτητη για λόγους πλοκής.

Έτσι έχουμε ολόκληρους κλάδους νέων επιστημών, όπως η Ποζιτρονική και η Ψυχοϊστορία στον Ασίμωφ, η Θηρογλωσσολογία στην Ούρσουλα Λεγκέν κ.ά., αλλά και νέες εφευρέσεις ή επιστημονικές «ανακαλύψεις». Στην τελευταία περίπτωση έχουμε συσκευές που είναι θεωρητικά πιθανές, όπως οι διάφορες μηχανές τηλεμεταφοράς ή οι μέθοδοι ελεγχόμενης νάρκης, ή άλλες που έρχονται πραγματικά σε αντίθεση με τη σημερινή επιστήμη, όπως οι συσκευές αντιβαρύτητας, τα διαστημόπλοια που κινούνται με ταχύτητα μεγαλύτερη του φωτός, τα ταξίδια στο χρόνο κ.λπ.

Αυτό που ενοχλεί τον «αγνό» επιστήμονα είναι το γεγονός πως ο συγγραφέας ε.φ. πρέπει να εμφανίσει το αδύνατο με έναν όσο το δυνατόν πιο αληθοφανή και πειστικό τρόπο, πάντα μέσα στο πλαίσιο των ικανοτήτων του. Ο Γουέλς, για παράδειγμα, στον Αόρατο Ανθρωπο, «εξηγεί» την αορατότητα με μια αόριστη αλλά σοβαροφανή συζήτηση για την ανάκλαση και τη διάθλαση του φωτός αποφεύγοντας προφανείς αντιφάσεις, όπως το γεγονός πως, αν ο αόρατος άνθρωπος είχε διαφανείς αμφιβληστροειδείς, θα ήταν τυφλός. Είναι φανερό πως ο Γουέλς δεν πίστευε ο ίδιος την αορατότητα, αλλά ήταν απλώς γοητευμένος με την ιδέα μιας μάσκας κι ενός κουστουμιού που βγαίνουν για να αποκαλύψουν πίσω τους το κενό. Πολλοί συγγραφείς, έτσι, για να δημιουργήσουν μια κεντρική στο θέμα τους εικόνα, αναγκάζονται να εφεύρουν φανταστικές συσκευές.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα ταξίδια στο χρόνο, όπου με διάφορους πράγματι αμφίβολους και αντι-επιστημονικούς τρόπους έχουν διατυπωθεί σοβαρές και σημαντικές απόψεις για την ιστορία, την εξέλιξη, την κοινωνία κ.λπ. Αν απαιτούσαμε από κάθε ιστορία να μην έρχεται σε αντίθεση με το επιστημονικώς δυνατό, θα έπρεπε τότε να απορρίψουμε πολλά σημαντικά έργα του είδους.

Ορισμένα θέματα ανήκουν συγχρόνως και στις φανταστικές επιστήμες και στις ψευδο-επιστήμες, όπως η εξωαισθητήρια αντίληψη (ESP ή ικανότητες ψι), ανάλογα με τη χρήση που γίνεται. Πολλοί συγγραφείς, όπως ο Αλφρεντ Μπέστερ και ο Τζέημς Μπλις, χρησιμοποιούν τέτοια επινοήματα, όπως και τις φανταστικές επιστήμες, ως χρήσιμες τεχνικές για την πλοκή της ιστορίας, ενώ άλλοι φαίνονται να προπαγανδίζουν απλώς υπέρ τους.

Μια πραγματική επιστήμη που μένει προς το παρόν φανταστική, με την έννοια ότι δεν έχει αντικείμενο, είναι η ξενοβιολογία, η μελέτη μορφών ζωής που δεν προέρχονται από τη Γη.

Species of articles