Στις εκδόσεις Τρίτων κυκλοφόρησαν μετά το 1999 τέσσερις Έλληνες συγγραφείς. Τους ζητήσαμε να μας περιγράψουν τη στιγμή που ο Δημήτρης Αρβανίτης τους ενημέρωσε ότι εκδίδονται. Να τι μας είπαν.
Μιχάλης Μανωλιός
Επειδή η έκδοση του «…και το τέρας» το 2009 συμφωνήθηκε όπως πρέπει να συμφωνούνται τέτοια πράγματα («Το θέλεις;» «Το θέλω», πάνω από δυο μπύρες δηλαδή) θα αναφερθώ μόνο στην περίπτωση του πρώτου μου βιβλίου. Πίσω στα 1999, η μόνη μου εμπειρία από τον χώρο των εκδόσεων ήταν μια, με καλές συστάσεις υποτίθεται, υποβολή του έργου μου σε γνωστό εκδοτικό οίκο ο οποίος δεν έκανε ποτέ τον κόπο να το διαβάσει. Ούτε και να μου το πει. Ευτυχώς.
Τότε, η σύζυγός μου έδωσε τη δουλειά μου σε «έναν καλό φίλο της που έχει εκδώσει Επιστημονική Φαντασία». Γνώρισα τον Δημήτρη Βανέλλη στην πρώτη έκθεση της Λίνας Θεοδώρου (που λίγους μήνες μετά θα έκανε το «κόκκινο» εξώφυλλο του «Σάρκινου Φρούτου»).
Βανέλλης: «Διάβασα τα διηγήματά σου και μου άρεσαν».
Εγώ: «Ευχαριστώ».
Βανέλλης: «Ξέρω έναν εκδότη. Να του τα δώσω να τα δει;»
Εγώ (ανασηκώνοντας τους ώμους σε άψογο του-τα-δώσεις-δεν-του-τα-δώσεις στυλ): «Και δεν τα δίνεις;»
Περίπου ένα μήνα μετά, τον Ιούνιο του 1999, ο Δημήτρης Βανέλλης μου είπε να πάρω τηλέφωνο έναν συνονόματό του, τον Δημήτρη Αρβανίτη. Θυμόμουν αμυδρά το όνομα από τον «Απαγορευμένο Πλανήτη» και λιγότερο αμυδρά το πόσο διαφωνούσα με κάποιες από τις επιλογές των διηγημάτων του. Όπως και να ‘χει, βρήκα τον πιο ήσυχο όροφο του κτηρίου που δούλευα (όσο ήσυχος μπορεί να είναι ένας όροφος συνεργείου αντιπροσωπείας της Volkswagen–Audi), σκαρφάλωσα σ’ ένα αυτοκίνητο πελάτη που ήταν ανεβασμένο σε έναν γρύλλο (ένα σκούρο πράσινο, παλιό ακόμα και τότε, Audi 80), έκλεισα παράθυρα και πόρτες, πρόβαρα δέκα –ή δώδεκα;– φορές τα δυσκολότερα λόγια του κόσμου («Καλημέρα. Λέγομαι Μιχάλης Μανωλιός και ο Δημήτρης ο Βανέλλης μού είπε να επικοινωνήσω μαζί σας.») και τον πήρα από το ασύρματο τηλέφωνο της δουλειάς.
Δ. Αρβανίτης: «Ναι;»
Εγώ (χαλαρά και άνετα): «Καλημέραλέγομαιμιχάληςμανωλιόςκαιοδημήτρηςοβανέλληςμουείπεναεπικοινωνήσωμαζίσας».
Δ. Αρβανίτης: «Α, ναι, κοίτα… Θέλω να βγάλουμε ένα βιβλίο».
Είναι καλό να έχεις προνοήσει να κάθεσαι κάτι τέτοιες στιγμές («Έλληνας δίπλα στη Λε Γκεν και στον Μπάρκερ!») γιατί τα λυμένα γόνατα δεν χρειάζεται να σε κρατάνε και μπορείς να το παίξεις αξιοπρεπής και ψύχραιμος. Κανονίσαμε ραντεβού και κλείσαμε. Όταν περιχαρής άνοιξα την πόρτα του Audi 80 να βγω, το «Σάρκινο Φρούτο», το «…και το τέρας» και όλα τα πιθανά μελλοντικά βιβλία μου κινδύνευσαν να μην κυκλοφορήσουν ποτέ, αλλά κρατήθηκα την τελευταία στιγμή από την πόρτα και δεν γκρεμοτσακίστηκα απ’ τον γρύλο.
Ήπιος άνθρωπος, με τη σωστή δόση αυστηρότητας στις αναγνώσεις του, βαθύς γνώστης του είδους και από τις σπάνιες περιπτώσεις που ο καλώς εννοούμενος επαγγελματισμός δεν επισκιάζει το μεράκι. Έμαθα και μαθαίνω πολλά δίπλα του.
Παναγιώτης Κούστας
Γενικά προσπαθώ να μην θυμάμαι, αφού οι αναμνήσεις εμπεριέχουν την πιθανότητα της νοσταλγίας που είναι κατά την άποψή μου η χειρότερη μορφή παραίτησης από το παρόν και το μέλλον. Ούτε μπορώ να πω πότε ακριβώς ο Δημήτρης Αρβανίτης με «ενημέρωσε ότι το βιβλίο μου γίνεται δεκτό για έκδοση». Συζητούσαμε το «'Εξι Δισεκατομμύρια Τρόποι Ζωής» για μήνες, όσο ακόμα ήταν μόνο ένα θολό σχέδιο αφηγήματος χωρίς τίτλο, πίνοντας μπύρες στο καφενείο της Ναυαρίνου και η απόλυτη αλήθεια είναι ότι ένα τουλάχιστον διήγημα βασίζεται σε αποκλειστικά δική του διακριτική υπόδειξη θέματος.
Αυτό που μπορώ να θυμηθώ πεντακάθαρα είναι πότε συμφώνησε να εντάξει το βιβλίο στον κατάλογο του Τρίτωνα και να το τυπώσει. Κι αυτό έγινε στο τέλος ενός ολόκληρου Σαββατοκύριακου στον Γαλατά όπου εξαντλητικά εξετάσαμε με την ισότιμη συμμετοχή της Χέντβιγκ Καρακούδα και την πολλαπλή υποστήριξη της Ντίνας Σώτηρα όλα τα «ημιτελικά» κείμενα του βιβλίου και καθορίσαμε με ψηφοφορία τις τελικές του διορθώσεις. Και τότε μόνο είπε «το βγάζω» λίγο πριν πάμε όλοι, εντελώς διαλυμένοι, για ύπνο. Σε λιγότερο από ένα μήνα το Έξι Δισ. ήταν στα ράφια.
Η σχέση μου με τον Δημήτρη Αρβανίτη είναι μια από τις πιο ουσιαστικές σχέσεις ζωής που έχω. Και κρίνοντας από την μέχρι τώρα δυναμική της ελπίζω ότι θα αποδώσει πολλά ζωντανά και χάρτινα κεφάλαια ακόμα...
Αλέκος Παπαδόπουλος
Θυμάμαι ότι αυξήθηκαν απότομα τα προσωπικά μου έξοδα για ιατρικές υπηρεσίες. Συγκεκριμένα:
Έκλεισα ραντεβού με τον οφθαλμίατρο για νέα γυαλιά (ή και νέα μάτια), υπό το φως της πλυμμήρας από ορθογραφικά και τυποτεχνικά λάθη που ο Δημήτρης είχε διαπιστώσει, παρεμπιπτόντως, στα διηγήματά μου, τα οποία του τα είχα στείλει αφού τα είχα επιμεληθεί δύο, τουλάχιστον, φορές.
Έκλεισα ραντεβού με τον ψυχίατρο για νέα μυαλά, δεδομένων των αμέτρητων λογικών ασυνεπειών στην πλοκή που ο Δημήτρης είχε διαπιστώσει, παρεμπιπτόντως, στα διηγήματά μου.
«Μου άρεσαν», κατέληξε.
Οπότε αύξησα κι άλλο τις ιατρικές δαπάνες κανονίζοντας και γι αυτόν μερικά σχετικά ραντεβού. Απ' όσο γνωρίζω, δεν πήγε ποτέ.
Κώστας Χαρίτος
Τι θυμάμαι; Θυμάμαι ότι είχαμε συναντηθεί σε ένα καφενείο στη Ναυαρίνου, στο κέντρο των Αθηνών και πίναμε μπύρες ξεροσφύρι μεσημεριάτικα. Όποιος ξέρει τις συνήθειές μου ήδη θα κατάλαβε ότι είχα τρομερό άγχος, άν και ήξερα πάνω-κάτω ότι του άρεσε το βιβλίο. Μου έκανε τρομερή εντύπωση ότι είχε κάνει ήδη μια πρώτη επιμέλεια χωρίς να έχουμε συμφωνήσει στην έκδοση.
Αργότερα που είδα και τους όρους του συμβολαίου, έχοντας υπόψη διάφορες ιστορίες που είχα ακούσει σχετικά με το πώς αντιμετωπίζονται οι συγγραφείς, σιγουρεύτηκα ότι, αν κατορθώσω να γράψω κι άλλο μυθιστόρημα, θα το στείλω πρώτα στον Δημήτρη. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό γεγονός που δείχνει τι είδους σχέση αναπτύχθηκε μεταξύ μας, είναι ότι εκείνη τη μέρα συμφωνήσαμε να υπογράψουμε το συμβόλαιο με την πρώτη ευκαιρία και από τότε, κάθε φορά που συναντιόμαστε, επιβεβαιώνουμε αυτή τη συμφωνία.
Το σκίτσο είναι του Γιάννη Ξαγοράρη. Οι 4 μίλησαν στον Ν. Αλμπανόπουλο το 2012.
- Log in to post comments