Κριτική: «Ελληνικά διηγήματα εφ»

Submitted by nikosal on Tue, 05/02/2017 - 19:47

Η ανθολογία «Ελληνικά διηγήματα επιστημονικής φαντασίας» του Μάκη Πανώριου κυκλοφόρησε το 1995. Ανάλογες δουλειές, ελάχιστες είχε δει το κοινό ως τότε. Ο Πανώριος περιγράφει στην εισαγωγή πώς και κυρίως γιατί τη δημιούργησε: «(...) η Ελλάδα θα αποκτήσει επιστημονική φαντασία μόνο αν αποφασίσουν να τη γράψουν οι συγγραφείς της. Από αυτή την άποψη το ανά χείρας βιβλίο δεν είναι μια ακόμα συλλογή διηγημάτων αλλά ένα ελπιδοφόρο δείγμα προς αυτή την κατεύθυνση. Την ιδέα του την είχα από παλιά, η υλοποίησή της όμως προϋπόθετε το πλήρωμα του χρόνου. Έτσι, την κατάλληλη στιγμή, απευθύνθηκα σε καταξιωμένους συγγραφείς της προηγούμενης και της σημερινής γενιάς και τους ζήτησα να γράψουν επιστημονική φαντασία προς χάριν αυτού του βιβλίου. Μου έκαναν την τιμή να αποδεχθούν με ενθουσιασμό την ερεθιστική πρόσκληση – πρόκληση (...) της οποίας τα γοητευτικά αποτελέσματα θα χαρεί ο αναγνώστης, ακόμα και ο πλέον δύστροπος και προκατειλημμένος, θέλω να ελπίζω. Διότι θα γνωρίσει τη δυναμική του νέου είδους (...)».

Η αλήθεια είναι ότι βρήκα τα «γοητευτικά αποτελέσματα» εξαιρετικά αδύναμα. Ήταν αυταπάτη ότι ένα κενό -λογοτεχνικά- χώρο μπορούσαν να τον καλύψουν κατόπιν πρόσκλησης δώδεκα συγγραφείς, οι περισσότεροι των οποίων δεν είχαν γράψει ξανά εφ. Είχαν δηλαδή τη δυνατότητα, τις ιδέες κοιμώμενες αλλά δεν άκουγαν τη φωνή, το κάλεσμα... Όμως όχι. Δεν δημιουργείται έτσι ένα ρεύμα. Ελλείψει παράδοσης, χρειάζεται νέος κόσμος, λιγότερο «καταξιωμένος», περισσότερο πρόθυμος να αποδεχθεί την κριτική ή την απόρριψη του ανθολόγου και του εκδότη και να επιστρέψει ξανά και ξανά με τα κείμενά του βελτιωμένα. Και βέβαια χρειάζεται χρόνος, διάβασμα, συζήτηση, αλληλεπίδραση -πολύς κόπος.

Εκτός αν το αποτέλεσμα είναι στα αλήθεια σπουδαίο, δίνοντας ώθηση σε τρίτους. Στην προκειμένη περίπτωση, όσα από τα διηγήματα της ανθολογίας κινούνται πραγματικά στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας, βυθίζονται στη μετριότητα. Πραγματεύονται θέματα που έχουν γραφεί καλύτερα και πληρέστερα πολύ νωρίτερα, μεταχειρίζονται ιδέες παλιές (μιλώ για το 1995) και τετριμμένες, αναπτύσσονται γύρω από προβλεπόμενα κλισέ. Είδηση: Στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 η διεθνής εφ είχε αφήσει πίσω της το αρχαϊκό (fifties & sixties) στιλ των ανθολογούμενων εδώ διηγημάτων και, ευτυχώς για το είδος, είχε ανοιχτεί σε άλλους ορίζοντες. Όπως ευτυχώς, κοντά και μετά το 2000 πολλοί νέοι Έλληνες συγγραφείς τόλμησαν να γράψουν αξιοποιώντας μοντέρνες φόρμες και ιδέες και πέτυχαν να εξελιχθούν, δημιουργώντας έστω πρόσκαιρα μια σύγχρονη, δυναμική γενιά στην ελληνική επιστημονική φαντασία. Τίποτα τέτοιο δεν ξεπηδά από τις σελίδες της παρούσας ανθολογίας. Τίποτα που να λειτουργεί έστω ως έναυσμα, φιτίλι, παράδειγμα.

Ωστόσο κάποια διηγήματα διασώζονται, έστω και συγκριτικά. Το «Φυσαλία η καλλιαύχην» του Δημοσθένη Κούρτοβικ έχει ενδιαφέρον θέμα, στρωτή γραφή και κρατά τον αναγνώστη όσο προχωράει. Ιδιαιτέρως ο νησιώτης δε, μπορεί να νιώσει «σπίτι του». Θα τον αφήσει όμως μετέωρο στο τέλος, με ένα μη ικανοποιητικό κλείσιμο. Το «Δόγμα των διδύμων» του Κωνσταντίνου Ρωμοσιού, με ορατές δυτικές επιρροές, διαβάζεται πρόθυμα, αλλά είναι απολύτως προβλέψιμο. Το «Νόυμαν 4» του Φαίδωνα Ταμβακάκη πλησιάζει να πει κάτι καινούργιο με την κύρια ιδέα του και διαβάζεται ευχάριστα, δεν ολοκληρώνει όμως και κλείνει και αυτό όπως όπως.

Σαφώς καλύτερο διήγημα της ανθολογίας η «Τιμωρία» του Κυριάκου Αθανασιάδη, του νεότερου μάλιστα από τους συμμετέχοντες συγγραφείς. Καλή ιδέα στην εποχή της (με την ταχύτητα που τρέχει η εφ, μπορούμε πια να μιλάμε για το 1995 ως «άλλη εποχή»), δοσμένη με ρυθμό και ατμόσφαιρα. Δυστυχώς του λείπει στο τέλος η έμπνευση: κλείνει μάλλον αδιάφορα και απογοητεύει ακριβώς επειδή σε όλη του τη διάρκεια δημιουργεί προσδοκίες. Αλλά έστω, ένα διήγημα που ξεχωρίζει εμφανώς στο σύνολο.

Η κύρια κριτική μου στην ανθολογία εστιάζεται στις υψηλές διακηρύξεις που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το αποτέλεσμα (καλύτερα να αφήνουμε τον αναγνώστη να κρίνει...) και στο γεγονός ότι ανάμεσα στα μέτρια έγιναν αποδεκτά και συμπεριλήφθηκαν ορισμένα εξαιρετικά αδύναμα διηγήματα, δείχνοντας ότι βασικότερο, αν όχι μοναδικό κριτήριο ήταν η ανταπόκριση του συγγραφέα στην πρόσκληση του ανθολόγου. Κάθε ανθολογία ή συλλογή έχει συνήθως και αδύναμα μέρη, αλλά όταν έχεις δηλώσει ότι στόχος είναι να «δημιουργήσεις ελληνική εφ» και να πείσεις τον αναγνώστη για τη «δυναμική του είδους», καλό είναι να βάζεις τον πήχη λίγο ψηλότερα.

Νίκος Αλμπανόπουλος